-
1 κακότης
A badness:I of moral character, baseness, cowardice, Il.2.368, 13.108, Od.24.455; ἀτιμίη καὶ κ. Tyrt.10.10;κ. καὶ δειλία Th.5.100
; οὐδεμιῇ κ. λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης not through cowardice, Hdt.7.168.2 wickedness, vice,τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Il.3.366
, cf. Hes.Op. 287, Democr.178;κακότητος ἄπειροι Emp.112.3
;κακότητ' ἀσκεῖν A.Pr. 1066
(anap.); ἄνευ κακότητος [ συμφορά] Antipho6.1: pl., Emp.145.II of condition, evil case, distress, misery,ἐκφυγέειν κακότητα Od.5.414
, cf. 290, 379, 397, Pi.P.2.35, Hdt.2.128, 6.67, S.El. 236 (lyr.); esp. in war,Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος Il.11.382
, cf. 12.332, Hdt.8.109, etc.: pl., distresses, miseries, Alc.59, E.Fr. 303 codd. (lyr.); αἱ ἐντὸς κ. Pl.Ax. 366a.III of quality, badness,τῶν οὔρων Hp.Epid.3.10
: pl., bad qualities, Id.Acut.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακότης
-
2 ἀναπνέω
Aἀμπνείεσκον A.R.3.231
: [dialect] Ep. [tense] aor. imper. ἄμπνυε (v. infr.):—take breath,στῆθι καὶ ἄμπνυε Il.22.222
: more commonly c. gen., enjoy a respite, recover from,ἀνέπνευσαν κακότητος 11.382
;ὥς κε.. ἀναπνεύσωσι πόνοιο 15.235
; ;ἀ. ἐκ τῆς ναυηγίης Hdt.8.12
;ἐκ καμάτων IG14.14
(Syrac.); ἀνέπνευσα ἐκ σέθεν by the help I recovered, S.OT 1221: c. part.,ἀ. τειρόμενοι Il. 16.42
;ἐς τεῖχος ἀλέντες 21.534
: abs., revive, X.An.4.1.22, D.18.195.2πυρεῖα ἀ.
revive, burn up again,Thphr.
HP5.9.6.II draw breath,ἀ. πάντα καὶ ἐκπνεῖ Emp.100
, cf. Pl.Phd. 112b, etc.;ἀ. πυκνά Hp.Mul.2.203
; gather breath before a race, Pi.N.8.19: metaph., ἀ. οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα ib.7.5.2 c. acc., draw breath from, inhale,τὴν οἰκείαν ἀρχήν Dam.Pr.8
:—[voice] Pass.,τὸν ἀναπνεόμενον ἀέρα Corn.ND32
.III breathe forth, send forth, c. acc. cogn.,ἀμπνεῦσαι καπνόν Pi.O.8.36
;πυρὸς σέλας ἀμπνείεσκον A.R.3.231
; ἀ. ὑάκινθον breathe hyacinth, Pherecr.131.2: abs., exhale an odour, Thphr.Od.69: impers.,ἡδὺ ἀναπνεῖ τῶν φυτῶν Philostr.Her.Prooem. 2
: metaph.,ἀ. χρησμούς Id.VS1.18.3
.2 of vapour,ἀϋτμὴ ἀ. μυχοῖο A.R.2.737
IV causal, ἀ. τὸν ἵππον breathe the horse, Hld.8.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπνέω
См. также в других словарях:
κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… … Dictionary of Greek